Ἀρτέμιδι

Ἀρτέμιδι
Ἄρτεμις
Artemis
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • APHAEA — Diana dicta, cuius in Aegina templum fuit. Pausan. l. 2. Britomartis a Cretensibus Dictynna vocata est, ab Aeginetis Aphaea, παρὰ τὸ ἀφεθῆναι, quod effugerit Minois vim. Hesych. Ἀφαία, ἡ Δικτυννα. ῎αρτεμις. Pausan. de Britomarti, χαίρειν δὲ ἀυτὴν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DEDICANDI Ritus — antiquissimo in usu. Et apud Hebraeos qui [Gap desc: Hebrew]; apud Graecos ἐγκαινίζειν et ἐγκαίνια et ἐγκαινι???μὸς, idem, quodLatinis Initiare ac Initia, seu Initiamenta ac dedicare et Dedicatio est, consecratio sc. seu usibus sacris cultuique… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακαλανθίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του βασιλιά της μακεδονικής Ημαθίας, Πιερία. Αυτή και οι οκτώ άλλες αδελφές της μεταμορφώθηκαν σε κίσσες, επειδή καυχήθηκαν πως τραγουδούσαν καλύτερα από τις εννέα Μούσες. * * * ἀκαλανθίς ( ίδος), η (Α) 1. αρχαία ελλην.… …   Dictionary of Greek

  • λοχιά — Χαρακτηριστικό έκκριμα που αποβάλλεται από τη μητρική κοιλότητα κατά τη λοχεία. Τα λ. ελαττώνονται 15 ημέρες μετά τον τοκετό, αλλά δεν αποκλείεται να αυξηθούν και πάλι αργότερα. Γύρω στην 21η ημέρα γίνονται πάλι αιματηρά, για να σταματήσουν… …   Dictionary of Greek

  • λόμβαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τῇ Ἀρτέμιδι θυσιῶν ἄρχουσαι, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν παιδιὰν σκευῆς, οι γὰρ φάλητες οὕτω καλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα λομβός, λομβρός*] …   Dictionary of Greek

  • μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής …   Dictionary of Greek

  • προτελίζω — Α [προτελής] 1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.) 2. παθ. προτελίζομαι προμυούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • συναφιδρύομαι — Α καθιερώνομαι ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («καὶ... ὁ Ἀλφεὺς τῇ Ἀρτέμιδι συναφίδρυται», Σχόλ. Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀφιδρύομαι «αφιερώνω αγάλματα, καθιερώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”